Πολύ καιρό πριν την συμπλήρωση ενός έτους από την δολοφονία του Παύλου Φύσσα φαινόταν ποιος ήταν ο χαρακτήρας που προσπαθούσαν να της προσδώσουν τα καθεστωτικά Μ.Μ.Ε και το κράτος.
Σίγουρα το κράτος αν μπορούσε πατώντας ένα κουμπί να σβήσει από την κοινωνική μνήμη την δολοφονία ενός αντιφασίστα από το μακρύ του χέρι – τους χρυσαυγίτες – θα το έκανε, δίχως δεύτερη σκέψη. Ωστόσο τα αγωνιζόμενα κομμάτια της κοινωνίας (όσα ακόμα δεν έχουν αλλοτριωθεί πλήρως, όσοι δεν μένουν στην απάθειά τους και συνεχίζουν να νοιάζονται και για τον διπλανό τους) έχουν διαφορετική άποψη η οποία εκφράζεται σε οποιοδήποτε χώρο τους καλεί ο αγώνας ενάντια στην υλική και πνευματική υποτίμηση της ζωής τους (σε εργασιακούς χώρους, πλατείες, γήπεδα).
Έτσι ο κυρίαρχος λόγος βλέποντας πως δεν μπορεί να απαλείψει από τις συνειδήσεις, τόσο των αγωνιζόμενων, όσο και των στοιχειωδώς αξιοπρεπών ανθρώπων το γεγονός της δολοφονίας, άρχισε να συσπειρώνει άτομα με ελλιπή ή ανύπαρκτη πολιτική συνείδηση γύρω από τα προτάγματα της «αγάπης για τον συνάνθρωπο» (και ας είναι και ναζί), του φετιχισμού της μη βίας, της ειρηνική διαμαρτυρίας, της εσωτερίκευσης της λογικής του θύματος. Η συσπείρωση αυτή στην συγκεκριμένη περίπτωση πραγματοποιείται γύρω από την πρωτοβουλία «Δεν ξεχνάμε».
Η πρωτοβουλία αυτή, που αποτελεί δημιούργημα των συγγενών και των φίλων του δολοφονηθέντος αντιφασίστα, σε αντίθεση με όσα δηλώνει το όνομα της φαίνεται να ξεχνάει πολλά και σημαντικά στοιχεία που αφορούν τόσο τον ίδιο τον Παύλο Φύσσα όσο και την πολιτική αντίληψη που όπλισε το χέρι του δολοφόνου-χρυσαυγίτη Ρουπακιά. Ξεχνάει ότι ο Παύλος Φύσσας μέσα από τα τραγούδια του δεν πρότεινε την «μόρφωση των ναζί» αλλά ούτε και την αγάπη για τους «εξαπατημένους συνανθρώπους μας». Ξεχνάει ότι ο Παύλος Φύσσας επέλεξε την φυσική σύγκρουση με τους φασίστες από την οποία μπορεί να έβγαινε νικητής αν δεν ειδοποιούνταν ο μαχαιροβγάλτης Ρουπακιάς. Επίσης σε ευρύτερο επίπεδο η πρωτοβουλία «Δεν ξεχνάμε» ξεχνάει τα εκατομμύρια των νεκρών που προκάλεσε ο ναζισμός και η προσχηματική και σκόπιμα φιλειρηνική αντιμετώπιση που του επιφύλαξαν (στην αρχή, ελπίζοντας ότι δεν θα αποκτήσει περισσότερη αυτονομία από αυτήν που ήθελαν) τα αστικά δημοκρατικά καθεστώτα της εποχής. Ξεχνάει, ακόμα τον ρόλο που επέλεξαν οι ξεφτιλισμένοι συνεργάτες των ναζί οι οποίοι επέλεξαν να εκμεταλλευτούν την φτώχεια της πλειοψηφίας της κοινωνίας και να πλουτίσουν εις βάρος της. Τέλος, ξεχνάει τα εκατομμύρια των ανθρώπων που ανά τον κόσμο πολέμησαν τον φασισμό έχοντας καταλάβει πως απέναντι σε μια τέτοια πολιτική αντίληψη δεν υπάρχει άλλος δρόμος παρά ο μαχητικός αντιφασισμός. Για εμάς, λοιπόν, είναι φανερό πως αυτή η πρωτοβουλία σκόπιμα ξεχνάει και στην πραγματικότητα θέλει να αποπολιτικοποιήσει το γεγονός, να αμβλύνει τον κοινωνικό ανταγωνισμό, να αφήσει το κράτος να εφαρμόσει έναν κατ’ επίφαση ‘’αντιφασισμό’’.
Όσον αφορά την πορεία στο Κερατσίνι, αυτή σημαδεύτηκε από την λανθασμένη πολιτική επιλογή ορισμένων συλλογικοτήτων που επέλεξαν να περάσουν σε πιο ‘’συγκρουσιακές’’ πρακτικές. Οι συλλογικότητες αυτές δεν έλαβαν υπόψη τους την συνθήκη ότι δεν βρίσκονται στο κέντρο της Αθήνας, αλλά σε γειτονιές που δεν είναι καθόλου συνηθισμένες σε τέτοιες πρακτικές. Επίσης αυτές οι συλλογικότητες δεν φάνηκε να υπολογίζουν και πολύ την γενικότερη διάθεση του κόσμου αλλά και τις αποφάσεις των τοπικών συλλογικοτήτων. Με αυτόν τον τρόπο δημιούργησαν μια κατάσταση όπου (όπως και αποδείχτηκε άλλωστε) το πάνω χέρι θα το είχαν εύκολα οι μπάτσοι, οι οποίοι αύξησαν ποιοτικά και ποσοτικά την καταστολή που εισέπραξαν αργότερα όλοι όσοι στήριξαν το μπλοκ του Ρεσάλτο και της Λαϊκής Συνέλευσης της Πλατείας Κερατσινίου.
Από την άλλη διακρίναμε την παρουσία ομάδων οι οποίες διακατέχονταν από μια γηπεδική κουλτούρα όπου η βία είναι το παν και δεν έχει καθόλου σημασία το που θα στοχεύει. Αυτές οι εν λόγω ομάδες σκορπούν άκριτα την βία με αποτέλεσμα να την αποπολιτικοποιούν και για το λόγο αυτόν τις τοποθετούμε στον αντίποδα της πρωτοβουλίας «Δεν ξεχνάμε» και του κόσμου που εκφράζεται μέσα από αυτήν. Οι μεν χαρακτηρίζονται από τον φετιχισμό της βίας, ενώ οι δε από τον φετιχισμό της μη βίας. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει μια άποψη για την βία η οποία είναι ανεξάρτητη από την κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και τις ιδιαιτερότητες της και για αυτόν τον λόγο θεωρούμε πως είναι προβληματική για το κίνημα.
Όσον αφορά την δικιά μας άποψη για την βίαιη (με φυσικούς όρους) σύγκρουση με το σύστημα την αντιλαμβανόμαστε ως την άσκηση βίας σε εξουσιαστικούς και καπιταλιστικούς στόχους. Είναι η αντιβία των καταπιεσμένων, που αν και έχει πάντα τους λόγους της, γίνεται αποτελεσματική και απελευθερωτική μόνο όταν έχει συγκεκριμένες στοχεύσεις και είναι όσο το δυνατόν περισσότερο κοινωνικοποιημένη και κοινωνικά αποδεκτή, από πολλά άλλα καταπιεσμένα και εκμεταλλευόμενα κοινωνικά κομμάτια. Αυτό πετυχαίνεται μόνο με την ουσιαστική και αμφίδρομη επικοινωνία μεταξύ αυτών των κοινωνικών κομματιών και των αγωνιζόμενων (οι οποίοι αγωνιζόμενοι βρίσκονται ταυτόχρονα εντός αυτών των κοινωνικών κομματιών).
Όντας μέρος του πολιτικού χώρου που συνδιαλέγεται λιγότερο (ή και καθόλου όταν αυτό είναι δυνατό) από όλους του υπόλοιπους με το κράτος, περιμένουμε και θεωρούμε άμεση συνέπεια την καταστολή, ακόμα όταν αυτή είναι απροκάλυπτη. Το κράτος, χτυπώντας με λύσσα το μπλοκ των αυτοοργανομένων συλλογικοτήτων επιχειρεί να πλήξει τους συντροφικούς μας δεσμούς και να μας τρομοκρατήσει κάνοντας επίδειξη δύναμης. Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις φαίνεται ξεκάθαρα το πραγματικό και βάρβαρο πρόσωπο του κράτους και γκρεμίζεται οποιαδήποτε αυταπάτη. Έτσι κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν η καταστολή που δεχτήκαμε όσοι βρισκόμασταν στο συγκεκριμένο μπλοκ. Η πολιτική επιλογή του χτυπήματος από την μεριά του κράτους μας φαίνεται τόσο από τον χώρο όσο και από τον χρόνο κατά τον οποίο δεχτήκαμε την επίθεση. Τα στενά, λαμβάνοντας υπόψη την ψυχολογία των περισσότερων από εμάς, αποτελούσαν την ιδανική περιοχή για την επίθεση των μπάτσων, που έγινε σε μια στιγμή κατά την οποία σε καμία περίπτωση δεν απειλούνταν. Οι μαζικές συλλήψεις, η σφοδρότητα και ο ζήλος που επέδειξαν οι φασίστες με στολή φανερώνουν και τις εντολές που είχαν. Εντολές που πηγάζουν από και θέλουν να επιβεβαιώσουν θεαματικά την «θεωρία των δύο άκρων» και το δόγμα της «μηδενικής ανοχής».
Από την μεριά μας, βλέποντας ψύχραιμα τα όσα συνέβησαν στο Κερατσίνι θα πρέπει να γίνει σίγουρα μια σοβαρή αυτοκριτική. Η αναζήτηση νέων μορφών οργάνωσης στον δρόμο πρέπει σίγουρα να μας προβληματίσει. Το ζήτημα αυτό είναι αδιαχώριστο από το θέμα των μεταξύ μας δεσμών και σχέσεων στην καθημερινς μας ζωή, οπουδήποτε υπάρχουμε: στις πλατείες, στους χώρους εργασίας, στα σχολεία, στους δρόμους, στα σπίτια μας, στις καταλήψεις και τα στέκια μας. Δεν τίθεται θέμα στρατιωτικοποίησης του σώματος των διαδηλώσεων απέναντι σε έναν ήδη στρατιωτικοποιημένο αστυνομικό σώμα, αλλά ο μετασχηματισμός των σχέσεων και των δεσμών μεταξύ αυτών που αναγκάζονται ή και επιλέγουν να αγωνίζονται. Όσο πιο ισχυροί είναι οι δεσμοί, όσο πιο αλληλέγγυες είναι οι σχέσεις, τόσο πιο πολύ σιγουριά και εμπιστοσύνη θα εμπνέει ο ένας στον άλλο, τόσο πιο πολύ δύναμη θα έχει ο καθένας μόνος του και όλοι μαζί.
Αντίσταση – Αυτοοργάνωση – Αλληλεγγύη